- γλυκαναστενάζω
- αμετ.1) сладко вздыхать; 2) перен. ласково шуметь, шелестеть (о воде, деревьях, море и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκαναστενάζω — 1. αναστενάζω γλυκά, με τρυφερότητα 2. βγάζω ήχο όμοιο με γλυκό αναστεναγμό («ο αέρας γλυκαναστενάζει στα κλαδιά») … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek